Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πολύλλιστος δέ σ' ἱκάνω

См. также в других словарях:

  • πολύλλιστος — και πολύλιστος και πολύλλιτος, ον, Α 1. αυτός τον οποίο ικετεύουν πολύ, στον οποίο γίνονται πολλές ικεσίες (α. «πολύλλιστον δὲ σ ἱκάνω», Ομ. Οδ. β. «πολύλλιστος βωμός», Βακχ.) 2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που κάνει πολλές ικεσίες. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»