-
1 πολύλλιστος
A sought with many prayers,πολύλλιστον δέ σ' ἱκάνω Od.5.445
; νηοὶ π. temples much frequented by suppliants, h.Ap.347, cf. h.Cer.28;βωμός B.10.41
: later in act. sense,πολύλλιστος δέ σ' ἱκάνω Procl.H.7.51
(s.v.l.):—also [suff] πολύ-λιστος, Simon.45, cf.IG3.171 iii 12 (restd.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύλλιστος
См. также в других словарях:
πολύλλιστος — και πολύλιστος και πολύλλιτος, ον, Α 1. αυτός τον οποίο ικετεύουν πολύ, στον οποίο γίνονται πολλές ικεσίες (α. «πολύλλιστον δὲ σ ἱκάνω», Ομ. Οδ. β. «πολύλλιστος βωμός», Βακχ.) 2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που κάνει πολλές ικεσίες. επίρρ...… … Dictionary of Greek